Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Τετράγωνα, ρόμβους, κύκλους



Φύσα αεράκι, φύσα με.....





Να έρθεις, σε παρακαλώ, πρέπει ν' αποχαιρετήσω τον τόπο μου, τους ανθρώπους, πρέπει να με πας, δεν μπορώ μονάχη μου και το ξέρεις. Άσε τις δουλειές, αυτές τελειωμό δεν έχουν, ασ' τα, παράτησέ τα όλα, δεν θα προλάβουμε. Σε παρακαλώ.
Πάρε τα πόδια σου και έλα, έλα, αν είχα τα δικά μου, θα είχα ξεκινήσει χίλιες φορές. Έλα, δωσ' μου τα πόδια σου να πάω να περπατήσω. Εκεί. Που περπάτησα. Που έτρεξα. Που σκόνταψα. Που έπεσα. Που πέταξα. Που έπαιξα. Που μάτωσα. Που πόνεσα. Που λαχτάρησα. Δεν έκλαψα. Δεν έκλεψα. Το ξέρεις.
Ανέβηκα, κατέβηκα, φορτώθηκα, κουβάλησα. Σε κουβάλησα στην πλάτη μου. Τώρα πρέπει ανάποδα. Έλα μην αργείς. Περπάτησα, σκαρφάλωσα τα σκίνα, τις μυρτιές, τις ανεμώνες, τα κρίνα, τα σκυλάκια, τα χαμόμηλα, τις αληπασιές, τις μέλισσες, τα ροδάμια της γης. Μαζί σου. Μαζί σου θέλω ξανά. Τα τραγούδια.
Άπλωσα, έστρωσα πάνω στη χλόη. Τετράγωνα, ρόμβους, κύκλους. Μετάξι, βαμβάκι, ψωμί. Τα τραγούδια.
Κατέβηκα, γλίστρησα, τα χιόνια, τις βροχές, τις σκάλες, τα νερά, τις λάσπες, τις στροφές, τα κρύα, τους ανέμους κράτησα, τους καρπούς. Μαζί σου. Μαζί σου θέλω, πρέπει ξανά. Τα τραγούδια.
Να έρθεις, σε παρακαλώ, θέλω ήσυχα, χωρίς πίκρα, με τη γαλήνη να περπατήσω, να αποχαιρετήσω. Θα κόψω τα μάτια μου να τα πετάξω αν κλάψω. Στ' ορκίζομαι. Τους δρόμους αυτούς, τους τόπους που έζησα, τους χάραξα, τους ξημέρωσα, τους άνοιξα τραγουδώντας με τραγούδια που έφτιαξα μόνη, κάθε φορά και άλλο, αλλιώτικο, καινούργιο, δικό μου. Δεν έκλαψα, όχι γιατί δεν είχα τον λόγο μου, δεν έκλαψα γιατί τραγουδούσα. Και το τραγούδι δεν το σηκώνει το κλάμα. Το δάκρυ το κρυφό το προς τα μέσα, ναι. Αυτό το μισό χαμόγελο, το μισοφέγγαρο, τον ήλιο ολόκληρο, τραγούδι. Ναι. Μέχρι εκεί.



Να έρθεις, σε παρακαλώ, θα περπατήσουμε μαζί, θα πάρω ολόγυρα τον κόσμο να τον δω για τελευταία φορά, όπως την πρώτη που δεν γνώριζα, που δεν ήξερα ότι ήταν πρώτη. Να έρθεις, σε παρακαλώ, τα κλειδιά μην ανησυχείς, τα κρατώ ακόμα εγώ, χρήματα έχω πολλά, όσα χρειάζονται. Πάντα είχα χρήματα, δεν το έκρυψα όπως τόσοι και τόσοι. Δεν υπήρξαμε φτωχοί, ούτε πλούσιοι. Ήμασταν άρχοντες. Αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ. Είχαμε λόγια, ξέραμε λόγια, μ' αυτά περάσαμε, μ' αυτά κριματίσαμε, μ' αυτά αγιάσαμε.
Έλα, πρέπει να πω αντίο. Όχι με το στόμα. Με τα μάτια, τα χείλη. Έλα, σε παρακαλώ, έχω όλα τα κλειδιά, απ' όλες τις πόρτες, απ' όλα τα σπίτια, έλα, τα κρατούσα όλα, ακόμα και απ' τα δωμάτια των ξενοδοχείων.
Έλα, θα μπούμε παντού, θα πάμε όπου πήγα, όπου στάθηκα, όπου βρέθηκα. Θέλω για τελευταία φορά. Θέλω να αποχαιρετήσω τον τόπο μ' έναν περίπατο σιγανό, αργό, σιωπηλό, με το χαμόγελο, με το τραγούδι. Θέλω να βάλω, να σύρω το δάκτυλο πάνω στον τοίχο, κιμωλία, να τον τρέξω, να γράψω τ' όνομά μου. Τ' αρχικά μου στον κάμπο, στο κάστρο, στα φραγκόσυκα, στα άστρα. Πουκάμισο.
Θέλω να δω ξανά τα χώματα, τα χρώματα, τη θάλασσα, τα βουνά. Να καθίσω στο τραπεζάκι της παραλίας να δω τον Παύλο να περνά με τη γυναίκα του, τη βάρκα, τον καπνό απέναντι, τα βουνά γαλάζια.
Έλα, μην καθυστερείς, δεν έχω χρόνο παρά γι' αυτόν τον περίπατο και μόνο. Έλα, ξεδιπλώνω το λευκό μου μαντίλι. Έλα, αεράκι μου.

ΚΑΛΑΘΙ ΚΑΙ ΦΑΟΥΛ από τον ΘΟΔΩΡΗ ΓΚΟΝΗ
Ο Κόσμος του Επενδυτή. Culture. 23 Ιανουαρίου 2010, τεύχος 107, σελ. 13.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου