Αν πηγαίνει άσχημα η πολιτική, άσχημα πάει κι η ζωή σου
* Εμμανουήλ Κριαράς, φιλόλογος
* Στα 103 και με αμείωτο ενδιαφέρον για τα κοινά
* Της Μαριας Kατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009
Ο Εμμανουήλ Κριαράς είχε χθες τα γενέθλιά του. Δύσκολο να του ευχηθεί κανείς, αφού το «να τα εκατοστήσετε» έχει εδώ και μια τριετία εκπληρωθεί. Από σήμερα, ένας από τους σημαντικότερους λόγιους του 20ού αιώνα, διανύει το 104ο έτος του. Η ζωή του, εκτός από μυθιστορηματική σε έκταση και γεγονότα, είναι ταυτόχρονα και ένας μίτος για την ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Γνώρισε από κοντά τον Γιάννη Ψυχάρη, βρέθηκε στη Γερμανία το 1930, στον ζόφο της ανόδου του ναζισμού, πέρασε την Κατοχή στην Αθήνα, με «αντίσταση κατά του κατακτητή», επιβιβάστηκε στο πλοίο Ματαρόα το ’45 για να ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Παρίσι, δίδαξε μεσαιωνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1950), συνέδεσε το έργο του με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 και την καθιέρωση του μονοτονικού το 1982.
Ο τελευταίος μεγάλος δημοτικιστής κατοικεί στην οδό Αγγελάκη στη Θεσσαλονίκη, στο ίδιο σπίτι από το 1959. Δεν απέκτησε παιδιά. Βιβλία, φωτογραφίες, βραβεύσεις, μικροαντικείμενα και έπιπλα από διαφορετικές εποχές, δωμάτια με πολλές επιστρώσεις μνήμης, περιόδων, με κυρίαρχη την παρουσία της συζύγου – συνοδοιπόρου, που «λείπει» από το 2001, στη σταθερή φροντίδα της Ελληνίδας από τη Γεωργία, της Μαρίνας, που βρίσκεται «κοντά τους πολλά χρόνια». Σε έναν καναπέ δεσπόζουν δυο μεγάλα λούτρινα, κοντοκουρεμένα, λιοντάρια (μητέρα - παιδί), χαμογελαστά, φιλικά στον επισκέπτη. Επιλογή της Μαρίνας, που έμαθε δίπλα στον Εμμ. Κριαρά και τη σύζυγό του Αικατερίνη Στριφτού τα ελληνικά της.
Σπίτι - εργαστήριο
Το σπίτι έχει την «βοή» ενός ερευνητικού εργαστηρίου και τη σιωπή που επιβάλλει το αντικείμενο: βιβλία, αλληλογραφία (χιλιάδες επιστολές, ορισμένες έχουν εκδοθεί άλλες πρόκειται να τυπωθούν μέσα στον ερχόμενο χρόνο) εφημερίδες. Τα λιγνά, μακριά, ασκητικά δάχτυλά του ψαύουν, όση ώρα διαρκεί η συνάντησή μας, βιβλία και φακέλους. Αφηγείται με αξιοθαύμαστη οργάνωση, λιτότητα και ακρίβεια. Στη μιάμιση ώρα της συνομιλίας μας είχαμε μπροστά μας δυο ποτήρια νερό. «Μας συγχωρείτε, δεν προνοήσαμε… Ενα χυμό τουλάχιστον…», απολογήθηκε ο Εμμ. Κριαράς όταν η Μαρίνα μάς σέρβιρε, αλλά δεν υπήρχε κανένας λόγος. Γιατί ο χρόνος ήταν τόσο πυκνός που σε οποιαδήποτε παρεμβολή, η «απώλεια» φάνταζε δυσαναπλήρωτη. Πώς να διαχειριστείς σε μια κουβέντα έναν αιώνα ζωής; Γι’ αυτό αρχίσαμε από τα μικρά και ασήμαντα που όσο προχωράει η ηλικία ρυθμίζουν απαρέγκλιτα την καθημερινότητα. «Ξυπνώ την ίδια περίπου ώρα. Αλλο ξυπνώ άλλο σηκώνομαι από το κρεβάτι. Κατάλληλη ώρα για να σηκωθώ είναι στις 6.30. Κατά τις 8.30 παίρνω πρωινό, μετά κάθομαι σε αυτό το γραφείο». «Από πότε;», ρωτώ και η απάντηση με βρίσκει απροετοίμαστη. «Από το 1959… Και πριν. Για την ακρίβεια από το 1938, 1937».
– Τότε το αγοράσατε…
– Οχι, δεν το αγόρασα. Το παρήγγειλα σε έναν επιπλοποιό. Στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκα επισήμως από τότε που διορίστηκα στο Πανεπιστήμιο, δηλαδή το 1950.
– Με τι ασχολείστε όταν πάρετε θέση στο γραφείο σας;
– Με την έρευνα. Κάνω δουλειά ερευνητική. Η επιστήμη είναι το καταφύγιό μου, αλλιώς η ζωή μου θα ήταν πολύ δύσκολη.
– Και αυτόν τον καιρό ποιο είναι το αντικείμενό σας;
– Πολλά και ποικίλα. Παρακολουθώ και τα κοινά τόσο από την εφημερίδα όσο και από την τηλεόραση. Ιδιαίτερα τώρα που θέλω να δω τι θα κάνουν οι νέοι άρχοντες. Αν θα μπορέσουν να μας ανασύρουν από τον πάτο στον οποίο έχουμε πέσει.
Πιστός στον σοσιαλισμό
Το ενδιαφέρον του για «τα κοινά» αποδεδειγμένο. Οπως και η πίστη του στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Πριν από δύο μήνες είχε δεχτεί να ενισχύσει από την τελευταία τιμητική θέση το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. «Την παραμονή που θα ανακοινωνόταν η λίστα, μου τηλεφώνησε ο κ. Πετσάλνικος και μου μετέφερε την επιθυμία του Γ. Παπανδρέου. Ξιπάστηκα φυσικά γιατί δεν το περίμενα. Ευχαρίστως αποδέχθηκα, λοιπόν, γιατί και το ΠΑΣΟΚ σοσιαλιστικό κόμμα λέγεται. Βέβαια, θα ευχόμουν να ήταν σοσιαλιστικότερο, είπα!.. Είχαμε αλληλογραφία με τον κ. Παπανδρέου. Του έστελνα βιβλία μου κι εκείνος μου απαντούσε ευγενικά. Κάποια φορά μάλιστα μου πρότεινε να έρθει με την Αντα στη Θεσσαλονίκη για να φάμε μαζί». Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε τον Εμμ. Κριαρά στο διαμέρισμά του πριν από ένα μήνα. Συζήτησαν κυρίως εκπαιδευτικά ζητήματα και τη θέση του καθηγητή για την διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. «“Εχετε πολλά προβλήματα μπροστά σας αλλά μην αγνοήσετε τα εκπαιδευτικά”, είπα στον πρωθυπουργό». «Τα αρχαία να φύγουν από το γυμνάσιο και να πάνε στο λύκειο. Γιατί τα παιδιά σήμερα φτάνουν στο γυμνάσιο ακατάρτιστα στη γλώσσα τους». Παρ’ όλα αυτά, η «λεξιπενία» δεν υφίσταται για τον Εμμ. Κριαρά: «Οι ανόητοι πιστεύουν στη λεξιπενία. Δεν λέει τίποτα αυτό. Αμα είσαι βοσκός θα έχεις 1.000 λέξεις, άμα είσαι καταστηματάρχης 2.000, άμα έχεις άλλο επίπεδο μόρφωσης θα έχεις και άλλες δυνατότητες. Λεξιπενία σημαίνει πόσο κατέχεις τη γλώσσα σου. Αμα έχεις καλλιεργημένη γλώσσα, θα έχεις και πολλές λέξεις».
Χρεοκοπημένη κοινωνία
Την άνοιξη του 2004, στο «Ολύμπιον», στη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, «πρωτοσυνάντησα» τον Εμμανουήλ Κριαρά, στην ταινία της σκηνοθέτριας (σ.σ.: το σκηνοθέτιδας μάλλον θα τον ενοχλούσε, αφού τάσσεται υπέρ του «συγγράφισα» και του «βουλεύτρια») και ανιψιάς του, Στέλλας Θεοδωράκη. Ο τίτλος του από ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Σαν όνειρο πρωινό». Ενα ανεκτίμητο ντοκουμέντο για έναν διακεκριμένο δάσκαλο και επιστήμονα, έναν «αιώνιο μαθητή», που δηλώνει ότι με το πέρασμα των χρόνων γίνεται «πιο συνειδητός και αγωνιστικός δημοτικιστής». Ο Εμμ. Κριαράς, σε κάποιο σημείο του ντοκιμαντέρ, απαγγέλλει περιστοιχισμένος από τους παλιούς συνεργάτες του στο κέντρο όπου συντάσσεται το μνημειακό Λεξικό της Δημώδους Eλληνικής Γραμματείας: «Σοφέ μου το τετράσοφο / που σε φωτάει λυχνάρι /νάτανε, λέει, φεγγάρι / και συ είκοσι χρονώ! [...] Πολύ την καταφρόνεσες / τη ζωή πανάθεμά τη... / Kαι τώρα; Eίναι φευγάτη / σαν όνειρο πρωινό». Το φινάλε, βρίσκει όλη την αίθουσα συγκινημένη.
Στρέφω τη συζήτηση στη «συνάντηση» κι εκείνος στη νεότητα. Ακολουθώ.
– Τι πιστεύετε ότι προκαλεί την έκρηξη των νέων;
– Η χρεοκοπία της κοινωνίας. Πάντα υπήρχαν οι κλέφτες. Αλλά όταν αυτό πλεονάσει, η κοινωνία αλλοιώνεται. Εχουμε πρόσφατα γεγονότα πολιτικών που πρόδωσαν την αποστολή τους. Από πού προέρχονται; Επεσαν από τον ουρανό; Από την κοινωνία προέρχονται. Κι εκείνη τους εξέλεξε.
– Η νιότη σας δίνει ελπίδα;
– Οχι κατ’ ανάγκη. Απλώς κάποιες φορές οι γέροι είναι κουρασμένοι, ξεπερασμένοι, πιστεύουν ό,τι πίστευαν στη νεότητά τους. Κι εγώ το ίδιο. Κατ’ αρχήν, ο νέοι είναι προοδευτικοί.
– Κι όμως. Για τους νέους σήμερα λένε ότι είναι συντηρητικοί, ότι αναζητούν το βόλεμα στο Δημόσιο…
– Πώς μπορεί να είναι ικανοποιημένος ο νέος όταν έχει το παράδειγμα των γονέων και της κοινωνίας του; Απογοητεύεται. «Δε με ενδιαφέρει η πολιτική», λέει. Μέγα σφάλμα, γιατί η πολιτική είναι η ζωή σου. Αμα πηγαίνει εκείνη άσχημα, άσχημα πάει και η ζωή σου.
Στο πάτωμα ένας φάκελος από επιστολή που μόλις έχει ανοίξει… «Ασχολούμαι με την αλληλογραφία μου. Γράμματα δικά μου προς ξένους και το αντίθετο, ευρετηριασμένα και σχολιασμένα. Θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο από το Μουσείο Μπενάκη ο δεύτερος τόμος με γράμματα ξένων που έχω λάβει».
– Διαβάζετε χωρίς πρόβλημα;
– Οχι. Τα μάτια μου δεν με βοηθούν. Ιδίως το δεξί που είχε καταρράκτη αλλά ανέβαλα διαρκώς την εγχείρηση γιατί έλεγα ότι μέχρι να «ωριμάσει» το πρόβλημα θα έχω «ωριμάσει» εγώ και θα έχω φύγει! Αλλά, τελικά, ήταν εις βάρος του ματιού!..
Δούλεψα, έζησα πολλά, είδα καρπούς, είδα ότι πολλοί με λογαριάζουν
«Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1906. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στον Αδάμαντα της Μήλου. Ολοκλήρωσα τα μαθήματα της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης στα Χανιά της Κρήτης κατά τα χρόνια 1914 - 1924. Σπούδασα φιλολογία στην Αθήνα στα χρόνια 1924 - 1929 και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1930) και του Παρισιού (1938 - 1939 και 1945 - 1948). Αναπολώντας τα γεγονότα μιας μακράς ζωής προσπαθώ να κατανοήσω ουσιαστικότερα τι ακριβώς είναι αποτυχία ή επιτυχία στη ζωή. Ακόμη τι είναι αγαθή ή δυσμενής συγκυρία που παίρνει τον χαρακτηρισμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας». Στις «Πραγματώσεις και όνειρα, σταθμοί μιας πορείας», την πρώτη αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε το 2001, αποπειράται να καταγράψει και να κλείσει ανοιχτούς πνευματικούς λογαριασμούς. Σκιαγραφεί έναν αιώνα και έναν κόσμο (κυρίως από την ακαδημαϊκή κοινότητα).
– Τη δική σας εξέλιξη την αποδίδετε στην πολλή δουλειά, στις συνθήκες;
– Από μικρός αγάπησα πολύ την εργασία. Συνήθισα να εργάζομαι πολύ σε όλη μου τη ζωή. Η φιλεργία νομίζω ότι ήταν το βασικό προσόν μου.
– Μέσα στη διάρκεια της ζωής σας είχατε πολλές διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα…
– Οχι μόνο. Αντιμετώπιζα και συκοφαντίες που μου ματαίωναν την πρόοδο. Το 1935 ήμουν υποψήφιος για να πάρω μια πολύ καλή υποτροφία. Ομως τότε, «άσπονδοι φίλοι», ένας συνάδελφος της Ακαδημίας με έναν λεγόμενο καθηγητή Πανεπιστημίου, συνωμότησαν εναντίον μου και έκαμαν καταγγελία ότι ήμουν κομμουνιστής και άλλα παρεμφερή. Την εποχή εκείνη πολλοί συνέδεαν και συνέχεαν τον κομμουνισμό με τον δημοτικισμό. Ετσι, δεν πήρα την υποτροφία. Το 1948 είχα ένα άλλο «ατύχημα». Είμαστε συνυποψήφιοι με τον Λίνο Πολίτη για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας και προτιμήθηκε εκείνος δικαίως ή αδίκως. Αδικήθηκα εγώ γιατί ο Πολίτης, γιος του Νικόλαου Πολίτη, είχε υποστηρικτή διαπρεπή καθηγητή με οικογενειακούς δεσμούς. Βέβαια δεν ήταν ανάξιος. Υστερούσε στο ποσόν της εργασίας που παρουσίασε. Είχε αρχαιολογικές εργασίες αλλά διεκδίκησε την έδρα της φιλολογίας. Ηξερα από εκείνη την στιγμή ότι δεν έχω ελπίδα. Ασφαλώς όμως και δεν ήταν κακός επιστήμονας.
Τα νέα ελληνικά
– Ολες αυτές οι διαμάχες στο σύνολο του βίου σας μετράνε ακόμη; Σας έχουν αφήσει πικρίες;
– Μάλιστα. Διότι ήθελα να διδάξω στο Πανεπιστήμιο Νέα Ελληνική Φιλολογία. Η πικρία έχει μείνει μέσα μου. Βέβαια, παρότι δίδαξα Βυζαντινή Φιλολογία, πάντα καλλιεργούσα τα νέα ελληνικά. Τότε, είχα και τη γυναίκα μου και τα κουβεντιάζαμε. Την έχασα πριν από 10 χρόνια και η μοναξιά είναι μεγάλη.
– Αυτό σας έχει κλείσει στο σπίτι;
– Οχι. Η σωματική αδυναμία. Δυσκολεύομαι στο βάδισμα, βγαίνω σπάνια. Μιλάω όμως με πολύ κόσμο. Οτι είστε εσείς εδώ, είναι σα να είμαι έξω. Γιατί αυτά που λέω θα γραφτούν στην εφημερίδα, κάποιοι άνθρωποι θα τα διαβάσουν. Νιώθω αποκλεισμένος γιατί λείπουν οι φίλοι μου. Στη ζωή μου έχω δώσει πολλή σημασία στη φιλία, στον έρωτα, στη συμπάθεια, στην εργασία. Μου κοστίζουν οι φίλοι που λείπουν, ο Καψωμένος, ο Τωμαδάκης, ο Πολυχρονίδης, έστω κι αν αποκτώ νέους, τα τελευταία χρόνια.
– Δεν έχετε συμφιλιωθεί με τις απώλειες;
– Οχι, δεν έχω… Στην κηδεία της γυναίκας μου, είπα δυο λόγια: Ερχομαι μαζί σου, σύντομα, κοντά. Δεν θα αργήσω. Κι όμως άργησα. Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια.
– Από τις 28 Νοεμβρίου μπαίνετε στα 104… Οταν λέτε, είμαι 104 ετών…
– Τρομάζω! Αισθάνομαι τα παιδικά μου χρόνια πολύ κοντά και πολύ μακριά. Εγώ ο ίδιος είμαι; Αναρωτιέμαι. Σαν να συνεχίζεται κάτι ιδιότροπο.
– Τι σας αφήνει η ζωή; Ενα χαμόγελο;
– Δυσκολεύομαι να το πω… Τα τελευταία χρόνια με τη γυναίκα μου ήταν δυστυχισμένα γιατί αρρώστησε. Εγκατέλειψα τη δουλειά μου και ήμουν δίπλα της για να της κάνω παρέα. Αν θέλουμε όμως να βγάλουμε οπωσδήποτε ένα συμπέρασμα, από τη ζωή μου μένω ικανοποιημένος. Εργάστηκα, δούλεψα, έζησα πολλά πράγματα, είδα καρπό των εργασιών μου, είδα ότι πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι με λογαριάζουν. Βέβαια, για να κάνουμε ένα σκόντο, λογαριάζουν και τα 103!... Αλλά κάτι θα μετράει και ο Κριαράς!... Μένω ικανοποιημένος από την εκτίμηση που συναντώ.
– Σας περιβάλλει και ένας μύθος, πλέον.
– Δεν πιστεύω στους μύθους, ούτε του εαυτού μου. Είμαι στη ζωή μου ρεαλιστής. Η ζωή, μου έχει δώσει πολλές ικανοποιήσεις αλλά αναγκαστικά δίνει και πίκρες. Το λέει και ο Χορτάτσης: «Ομάδι γεννηθήκασι…»
Η μακροζωία
– Είναι και ένας άθλος πάντως τα 104 χρόνια.
– Με έχουν ρωτήσει πού οφείλεται η μακροζωία. Και απάντησα: «Καλή γυναίκα και όχι καλό φαΐ». Να ευτυχήσεις στον συζυγικό βίο και όχι υπερβολές στο φαγητό. Ακόμη και τώρα προσέχω τη διατροφή μου, είμαι λιτοδίαιτος.
– Λέτε συχνά στις συνεντεύξεις σας: «Δεν θα προλάβω να δω» αυτό ή εκείνο. Το λέτε με ανακούφιση ή με θλίψη;
– Με θλίψη! Ορισμένα πράγματα θα ήθελα να τα έχω τελειώσει και έχουν μείνει ανολοκλήρωτα.
– Υπάρχει κάτι που να σας βασανίζει;
– Τι να πω… Το πασίγνωστο του Σεφέρη: η Ελλάδα με πληγώνει. Δεν έβλεπε αυτά που βλέπουμε σήμερα και όμως τον στεναχωρούσε. Σκεφτείτε…
Η συνάντηση
Στο σπίτι του, στη Θεσσαλονίκη, την προηγούμενη Παρασκευή το πρωί. Ο Εμμανουήλ Κριαράς δεν πίνει καφέ. Διάλεξα από τον Τερκενλή μηλοπιτάκια και πεταλάκια αμυγδάλου με ανθόνερο.
Oι σταθμοί του
1906
Γεννιέται στον Πειραιά.
1924 – 1929
Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
1926
Συναντά τη σύντροφο της ζωής του Αικατερίνη Στριφτού.
1930 -1950
Εργάζεται στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών. Συνεχίζει τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Μόναχο (1930) και στο Παρίσι (1938 –’39 και 1945 – ’48).
1950
Εκλέγεται τακτικός καθηγητής Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
1968
Απολύεται ύστερα από απόφαση της χούντας. Εδρα των δραστηριοτήτων του γίνεται το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών στη Θεσσαλονίκη όπου συνεχίζει τη δουλειά του για τη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669).
1976
Επαναδραστηριοποιείται στα δημόσια πράγματα με τη γλωσσική μεταπολίτευση. Γίνεται ευρύτερα γνωστός από τα «δημοσιογραφικά», τα «μαχητικά» δηλαδή κείμενά του, με τα οποία μεταπολιτευτικά στήριξε την καθιέρωση της δημοτικής και του μονοτονικού.
1981
Ορίζεται πρόεδρος της Επιτροπής για το μονοτονικό.
2000 – 2008
Πληθώρα εκδόσεων με αυτοβιογραφικό περιεχόμενο (έξι τόμοι «Αλληλογραφία»). Πιο πρόσφατο το «Μακράς ζωής αγωνίσματα».
2006
Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τιμάται με τον «Χρυσό Αριστοτέλη» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
2009
Τοποθετείται στην τελευταία τιμητική θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ.
Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και τον ΔΥΤΙΚΟΝ ΑΜΕΜΟ
Κι άλλη ενδιαφέρουσα συνέντευξή του εδώ.
Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΕΨΕΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΗ ΤΟΥ ΚΡΑΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΞΥΝΕΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΔΕΕΣ
ΤΕΤΟΙΟΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΑ ΛΑΜΟΓΙΑ