Το παρακάτω ποίημα, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αναφέρεται σ' έναν σκοτωμένο από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ στρατιώτη του Ελληνικού Στρατού κάπου στον Παρνασσό, κατά την περίοδο του εμφυλίου.
Σκοτώθηκα στου Παρνασσού τα άγρια τα μέρη,
από Βουλγάρου άτιμου το ύπουλο το χέρι.
Την ώρα που καθίσαμε να φάμε, οι καημένοι,
αυτοί ενέδρα είχανε οι άτιμοι στημένη.
Ρίξανε και με σκότωσαν χωρίς καν να προλάβω,
την θέση μου να έπιανα, το όπλο μου να πάρω.
Να βλέπανε πως πολεμούν εκείνοι που πιστεύουν,
Πατρίδα, Οικογένεια και τον Χριστό τους θέλουν.
Τίποτα δεν με φόβιζε και είχα την ελπίδα,
πως θα γυρνούσα ζωντανός στην δόλια μου πατρίδα.
Νά ΄βλεπα την μανούλα μου, την αρραβωνιαστικιά μου,
τις μόνες μου παρηγοριές, που είχα στην καρδιά μου.
Αλλά της τύχης μου ήταν γραφτό γιανά ταφώ εδώ χάμου,
κι ας περιμένει η μάνα μου κι η αρραβωνιαστικιά μου.
Τέλος για παρηγοριά ας έχουν την ελπίδα,
πως έπεσα ηρωικώς για την γλυκειά πατρίδα.
Κι ένα ακόμα ας μάθουνε οι άτιμοι εχθροί,
ότι ο Κώστας δεν επέθανε, αιώνια θα ζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου